- ιαφετης
- ἰαφέτηςἰ-ᾰφέτης-ου (ῑ) [ἰός I + ἀφίημι] ὅ стрелок, стрелец
(Ἀπόλλων Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Ἀπόλλων Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ιαφέτης — ἰαφέτης, ὁ (Α) (για τον Απόλλωνα) τοξότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ι ός (II) «βέλος» + αφέτης (< αφίημι «αφήνω»)] … Dictionary of Greek
ἰαφέτην — ἰ̱αφέτην , ἰάπτω hurt plup ind act 3rd dual ἰ̱αφέτην , ἰαφέτης archer masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)